- τεζάρω
- (λ. ιταλ.), τεζάρισα, τεζαρίστηκα, τεζαρισμένος1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω: Τεζάρω το σκοινί όσο αντέχει.2. πεθαίνω: Τα τέζαρε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεζάρω — τεζάρω, τέζαρα και τεζάρισα, τεζαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τεζάρω — Ν 1. τεντώνω κάτι, τό τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί») 2. μένω ακίνητος, πεθαίνω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, η, ο α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τόν βρήκανε τεζαρισμένο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ανατείνω — (Α ἀνατείνω) ανυψώνω, τεντώνω προς τα επάνω νεοελλ. τεζάρω, τεντώνω αρχ. 1. υψώνω απειλητικά 2. επαυξάνω, εντείνω 3. επεκτείνω, απλώνω 4. (αμτβ.) εκτείνομαι, καταλαμβάνω έκταση, φθάνω μέχρι … Dictionary of Greek
καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] … Dictionary of Greek
τεζάρισμα — το, Ν [τεζάρω] τέντωμα, το να είναι κάτι τεντωμένο … Dictionary of Greek
τεζαριστός — ή, ό, Ν πολύ τεντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεζάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λαχταρ ιστός] … Dictionary of Greek
εντείνω — ενέτεινα και έντεινα, εντάθηκα, εν(τε)ταμένος, μτβ. 1. τεντώνω κάτι καλά ή περισσότερο, το τεζάρω, το καργάρω: Εντάθηκε το ελατήριο. 2. αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω, φορτσάρω: Εντείνω την προσοχή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτώνω — τσίτωσα, τσιτώθηκα, τσιτωμένος 1. τεντώνω, τεζάρω, καργάρω: Τσίτωσε λίγο το σεντόνι. 2. μτφ., αναγκάζω κάποιον να εντείνει τις δυνάμεις του: Τον τσίτωσαν στην αγγαρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)